Πρακός

Πρακός
Πράξ
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πράκος — ὁ, Α (στους Δελφούς) αυτός που καταδικάζεται σε χρηματικό πρόστιμο το οποίο και οφείλει. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < θ. πρακ τού ρ. πράττω (πρβλ. και τους τ. πρακτίμιος, πράκτιμος)] …   Dictionary of Greek

  • πρακτίμιος — και πράκτιμος, ον, Α πρᾱκος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πρᾶκος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”